πεντηκοστύος

πεντηκοστύος
πεντηκοστύς
body of fifty
fem gen sg
πεντηκοστύς
body of fifty
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”